incidência
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
incidência (pt) < από το λατινικό incidentia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
incidência | incidências |
Ουσιαστικό επεξεργασία
incidência (pt)
incidência (pt) < από το λατινικό incidentia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
incidência | incidências |
incidência (pt)