Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

incidência (pt) < από το λατινικό incidentia

ενικός πληθυντικός
incidência incidências

  Ουσιαστικό επεξεργασία

incidência (pt)

  1. επίπτωση, στατιστική πιθανότητα, αριθμός κρουσμάτων με συγκεκριμένο τρόπο καταγραφής
  2. η πτώση μέσα (π.χ. το φως από το παράθυρο)