incartade
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- incartade < ιταλική inquartata
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.kaʁ.tad/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incartade | incartades |
incartade (fr) θηλυκό
- το παραστράτημα
ενικός | πληθυντικός |
incartade | incartades |
incartade (fr) θηλυκό