Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

inattentional blindness (en)

  • (ψυχολογία) επικέντρωση-εστίαση της προσοχής σε μια δραστηριότητα και υποβάθμιση της συνολικής περιφερειακής επίγνωσης των συνθηκών-καταστάσεων

Συνώνυμα επεξεργασία