Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

in rags < → δείτε τις λέξεις in και rags

  Έκφραση επεξεργασία

in rags (en)

  • (ιδιωματισμός) με κουρέλι
    dressed in rags - ντυμένος με κουρέλια
    His clothes were in rags.
    Τα ρούχα του είχαν γίνει κουρέλια.

  Πηγές επεξεργασία