inĝenioro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inĝenioro | inĝenioroj |
αιτιατική | inĝenioron | inĝeniorojn |
inĝenioro (eo)
- ο μηχανικός, ο μηχανολόγος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inĝenioro | inĝenioroj |
αιτιατική | inĝenioron | inĝeniorojn |
inĝenioro (eo)