impulsivité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impulsivité | impulsivités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
impulsivité (fr) θηλυκό
- η τάση που έχει κάποιος να ακολουθεί τις παρορμήσεις του
ενικός | πληθυντικός |
impulsivité | impulsivités |
impulsivité (fr) θηλυκό