Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
imprimerie imprimeries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

imprimerie (fr) θηλυκό

  1. η τυπογραφία
  2. το τυπογραφείο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη imprimer