impressão
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
impressão < λατινική impressio
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impressão | impressões |
impressão (pt) θηλυκό
impressão < λατινική impressio
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impressão | impressões |
impressão (pt) θηλυκό