imperative
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | imperative |
συγκριτικός | more imperative |
υπερθετικός | most imperative |
imperative (en)
- επιτακτικός, επιβεβλημένος
- ↪ an imperative need - μια επιτακτική ανάγκη
- ↪ an imperative action - μια επιβεβλημένη ενέργεια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compulsory
Ουσιαστικό επεξεργασία
imperative (en)