impensable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɑ̃.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impensable | impensables |
impensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
impensable | impensables |
impensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό