Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

imparator < (άμεσο δάνειο) ιταλική imperatore

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /impɑɾɑˈtɔɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: im‐pa‐ra‐tor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

imparator (tr)

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία