immobilisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- immobilisation < immobiliser
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
immobilisation | immobilisations |
immobilisation (fr) θηλυκό
- η ακινητοποίηση, η καθήλωση
ενικός | πληθυντικός |
immobilisation | immobilisations |
immobilisation (fr) θηλυκό