Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

immineo < in + mineo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /imˈmi.ne.oː/

  Ρήμα επεξεργασία

immineo (la) (immineo2, /, /, imminere: ελλειπτικό)