immigrant
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
immigrant (en)
- ο μετανάστης, αυτός που έρχεται να εγκατασταθεί στη χώρα (τη στιγμή που το κάνει)
Αντώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- immigrant < immigrer
Ουσιαστικό επεξεργασία
immigrant (fr) αρσενικό
- ο μετανάστης, αυτός που έρχεται να εγκατασταθεί στη χώρα (τη στιγμή που το κάνει)