illegitimate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | illegitimate |
συγκριτικός | more illegitimate |
υπερθετικός | most illegitimate |
Ετυμολογία επεξεργασία
- illegitimate < il- + legitimate
Επίθετο επεξεργασία
illegitimate (en)
- νόθος, εξώγαμος, που γεννιέται από γονείς που δεν είναι παντρεμένοι
- ↪ an illegitimate child - νόθο παιδί
- (επίσημο) αθέμιτος, παράνομος
- ↪ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
- Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.
- ↪ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.