Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

idiosyncrasie < ελληνική ἰδιοσυγκρασία < σύγκρασις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.djɔ.sɛ̃.kra.zi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
idiosyncrasie idiosyncrasies

idiosyncrasie (fr) θηλυκό