idéologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.deɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
idéologique | idéologiques |
idéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
idéologique | idéologiques |
idéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό