Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.dʁɔ.ʒe.na.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hydrogénation hydrogénations

hydrogénation (fr) θηλυκό