Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hunter (en)

  1. ο κυνηγός
     συνώνυμα: huntsman
  2. το κυνηγόσκυλο
     συνώνυμα: hound
  3. το άλογο που ιππεύεται σε κυνήγι
  4. αυτός που ψάχνει να βρει κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη hunt