Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɥis.ʁi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
huisserie huisseries

huisserie (fr) θηλυκό

  • η κάσα μιας πόρτας ή ενός παραθύρου