Δείτε επίσης: houssé

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
housse housses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

housse (fr) θηλυκό

  1. ένα είδος καλύμματος που δένεται στη σέλα ενός αλόγου και καλύπτει τα καπούλια
    Housse de drap, de velours.
    Housse brodée d’or et d’argent.
    Housse traînante, housse de cheval qui pend presque jusqu’à terre par les côtés.
  2. το κάλυμμα του καθίσματος του αμαξηλάτη
    Housse en broderie.
    Housse à frange.
    Housse à écusson.
  3. το κάλυμμα από ελαφρό πανί για να σκεπάζονται τα έπιπλα
    Housse de lit.
    Housse de fauteuil, de canapé.