hors-sol
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hors-sol | hors-sol |
Ουσιαστικό επεξεργασία
hors-sol (fr) αρσενικό
- είδος κτηνοτροφίας όπου τα ζώα δεν τρέφονται με προϊόντα του ίδιου αγροκτήματος
- που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hors-sol | hors-sol |
hors-sol (fr) αρσενικό