honteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /honˈte.t͡so/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | honteco | hontecoj |
αιτιατική | hontecon | hontecojn |
honteco (eo)
- η αιδώς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | honteco | hontecoj |
αιτιατική | hontecon | hontecojn |
honteco (eo)