Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας honk
γ΄ ενικό ενεστώτα honks
αόριστος honked
παθητική μετοχή honked
ενεργητική μετοχή honking

  Ρήμα επεξεργασία

honk (en)

  • κορνάρω
    She kept honking.
    Συνέχισε να κορνάρει.

  Πηγές επεξεργασία