hold one's own
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- (ιδιωματισμός) τα βγάζω πέρα, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου καλά
- ↪ Your son’s a genius, I can’t hold my own against him.
- Σπίθα ο γιος σου, δεν τα βγάζω πέρα μαζί του.
- ↪ Your son’s a genius, I can’t hold my own against him.