hochet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hochet < hochet
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hochet | hochets |
hochet (fr) αρσενικό
- η κουδουνίστρα
- (μεταφορικά) η ψευδαίσθηση, το όνειρο
ενικός | πληθυντικός |
hochet | hochets |
hochet (fr) αρσενικό