hipertrofio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hipertrofio < hipertrofi- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipertrofio | hipertrofioj |
αιτιατική | hipertrofion | hipertrofiojn |
hipertrofio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipertrofio | hipertrofioj |
αιτιατική | hipertrofion | hipertrofiojn |
hipertrofio (eo)