hieroglifo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hieroglifo | hieroglifoj |
αιτιατική | hieroglifon | hieroglifojn |
hieroglifo (eo)
- το ιερογλυφικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hieroglifo | hieroglifoj |
αιτιατική | hieroglifon | hieroglifojn |
hieroglifo (eo)