Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hierarchical < hierarch ή hierarch(y) + -ical (ή hierarchic + -al).[1] (μαρτυρείται από το 1561)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌhaɪəˈrɑː.kɪ.kəl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌhaɪˈrɑːr.kɪ.kəl/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο επεξεργασία

hierarchical (en) (χωρίς παραθετικά)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. hierarchical - The Century Dictionary Online
  2. 2,0 2,1 hierarchical - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Πηγές επεξεργασία