hiérarchisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hiérarchisation | hiérarchisations |
hiérarchisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hiérarchisation | hiérarchisations |
hiérarchisation (fr) θηλυκό