Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

heure (fr) θηλυκό

  • η ώρα
  • L'heure est venue de... : ήρθε η ώρα να...

Δείτε επίσης επεξεργασία