herméneutique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
herméneutique | herméneutiques |
herméneutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
herméneutique | herméneutiques |
herméneutique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
herméneutique | herméneutiques |
herméneutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
herméneutique | herméneutiques |
herméneutique (fr) θηλυκό