Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hemisfero < hemisfer- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική hemisfero hemisferoj
αιτιατική hemisferon hemisferojn

hemisfero (eo)

la norda hemisfero - το βόρειο ημισφαίριο