hematúria
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
hematúria (pt) < hematuria < αἷμα και οὖρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
hematúria (pt) θηλυκό
- η αιματουρία, η παρουσία αίματος στα ούρα
hematúria (pt) < hematuria < αἷμα και οὖρον
hematúria (pt) θηλυκό