Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hejmpaĝo < hejmpaĝ- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική hejmpaĝo hejmpaĝoj
αιτιατική hejmpaĝon hejmpaĝojn

hejmpaĝo (eo)

  • η κύρια σελίδα, η αρχική σελίδα ενός ιστοχώρου