Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hebreigi < hebrea {εβραϊκός) + igi (κάνω, φτιάχνω)

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα hebreigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας hebreigas hebreiganta hebreigata
αόριστος hebreigis hebreiginta hebreigita
μέλλοντας hebreigos hebreigonta hebreigota
υποθετική hebreigus - -
προστακτική hebreigu - -

hebreigi (eo)

  1. μετατρέπω σε εβραϊκό
    hebreigi sian nomon - μετατρέπω το όνομά μου σε εβραϊκό