haveno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- haveno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haveno | havenoj |
αιτιατική | havenon | havenojn |
haveno (eo)
- το λιμάνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haveno | havenoj |
αιτιατική | havenon | havenojn |
haveno (eo)