haunt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | haunt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | haunts |
αόριστος | haunted |
παθητική μετοχή | haunted |
ενεργητική μετοχή | haunting |
haunt (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
haunt (en)
ενεστώτας | haunt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | haunts |
αόριστος | haunted |
παθητική μετοχή | haunted |
ενεργητική μετοχή | haunting |
haunt (en)
haunt (en)