hantise
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hantise < hanter
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hantise | hantises |
hantise (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) το να συχνάζει κανείς κάποιον
- La hantise d’un tel ne vaut rien. Il a vieilli.
- ψύχωση, έμμονη ιδέα, αθέμιτη σκέψη
- La hantise d’un souvenir.
- La hantise d’un air, d’une idée, d’un projet.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hantise στη γαλλική βικιπαίδεια