Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hantise < hanter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hantise hantises

hantise (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) το να συχνάζει κανείς κάποιον
    La hantise d’un tel ne vaut rien. Il a vieilli.
  2. ψύχωση, έμμονη ιδέα, αθέμιτη σκέψη
    La hantise d’un souvenir.
    La hantise d’un air, d’une idée, d’un projet.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • hantise στη γαλλική βικιπαίδεια

Συγγενικά επεξεργασία