Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

handy (en)

  1. βολικός, προσιτός, εύχρηστος
    a very handy tool - ένα πολύ βολικό εργαλείο
  2. εύκαιρος, πρόχειρος