hand out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | hand out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands out |
αόριστος | handed out |
παθητική μετοχή | handed out |
ενεργητική μετοχή | handing out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
hand out (en)
- διανέμω, μοιράζω
- ↪ Whenever you hand out sweets, you always miss me.
- Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
- ↪ Whenever you hand out sweets, you always miss me.