hagiographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʒjɔ.ɡʁa.fi/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hagiographique | hagiographiques |
hagiographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hagiographique | hagiographiques |
hagiographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό