habilidoso
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habilidoso | habilidosos |
θηλυκό | habilidosa | habilidosas |
habilidoso (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habilidoso | habilidosos |
θηλυκό | habilidosa | habilidosas |
habilidoso (pt)