héliocentrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ljɔ.sɑ̃.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
héliocentrique | héliocentriques |
héliocentrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
héliocentrique | héliocentriques |
héliocentrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό