gynécocratie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʒi.ne.kɔ.kʁa.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gynécocratie | gynécocraties |
gynécocratie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gynécocratie | gynécocraties |
gynécocratie (fr) θηλυκό