Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡʌm(p)ʃ(ə)n/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gumption (en)

  1. πολυμηχανία, επινοητικότητα
  2. ενεργητικότητα, ενθουσιασμός, πνεύμα πρωτοβουλίας
    she impressed them with her gumption