guedin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
guedin | guedins |
guedin (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (verlan) θεότρελος, ατρόμητος
- ce mec, comment c'est un guedin ! - αυτός ο τύπος είναι θεότρελος, δεν φοβάται τίποτα!
- (verlan) (κατ’ επέκταση) αξιοκαταφρόνητος