Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grouillot grouillots

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grouillot (fr) αρσενικό

  1. άνθρωπος για όλες τις δουλειές
     συνώνυμα: factotum, homme à tout faire
  2. στο χρηματιστήριο, αυτός που τρέχει για να μεταφέρει τις εντολές αγοράς ή πώλησης