grope
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
grope (en)
- ψηλαφώ, ψαχουλεύω (όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός)
- αγγίζω σεξουαλικά, χουφτώνω, πασπατεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
grope (en)
grope (en)
grope (en)