grip
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grip | grips |
grip (en)
- (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
- ↪ The correct grip of the violin plays are role in good playing.
- Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
- ↪ The correct grip of the violin plays are role in good playing.
- αντίληψη, κατανόηση
- λαβή, χερούλι
- χειραψία
- (μεταφορικά) κράτημα
- (μεταφορικά) επιρροή, έλεγχος
- (μη μετρήσιμο) η πρόσφυση, η ικανότητα κάποιου να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
Εκφράσεις επεξεργασία
- come to grips with
- get a grip
- have/keep/take a firm grip on
- in the grip of
- iron grip
- lose one's grip
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | grip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grips |
αόριστος | gripped |
παθητική μετοχή | gripped |
ενεργητική μετοχή | gripping |
grip (en)
Πηγές επεξεργασία
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
grip (ca)
- η γρίπη
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
grip (sr)
- λατινική γραφή του грип
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
grip (tr)
- η γρίπη